- βιβλιαφόρος
- βιβλιᾱφόρος, ον,A letter-carrier, Plb.4.22.2, D.S.2.26: [full] βυβλιοφόρος PHal.7.6 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιβλιαφόρος — βιβλιαφόρος, ον (Α) βλ. βιβλιοφόρος … Dictionary of Greek
βιβλιαφόρος — letter carrier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιαφόρον — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιαφόρους — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιαφόρων — βιβλιαφόρος letter carrier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοφόρος — και βιβλιαφόρος, ο (Α) ο γραμματοκομιστής … Dictionary of Greek